- υπέρπυκνος
- -η, -ο / ὑπέρπυκνος -ον, ΝΜΑ [πυκνός]ο πάρα πολύ πυκνόςνεοελλ.φρ. «υπέρπυκνη ύλη»αστρον. ύλη εκφυλισμένη, που, σύμφωνα με ορισμένες υποθέσεις, υπάρχει στο διάστημα και αποτελείται από νέφος μη ατομικής δομής, τής οποίας η πυκνότητα μπορεί να υπερβεί τα 106 γραμμάρια, δηλαδή τα 1000 χιλιόγραμμα ανά κυβικό εκατοστόμετρο.
Dictionary of Greek. 2013.